- παραδιάζευξη
- η [παραδιαζεύγνυμι]γραμμ. διαζευκτική σύνδεση περισσότερων από δύο προτάσεων ή όρων που ανήκουν στην ίδια πρόταση, σχήμα το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλωθεί αδιαφορία σχετικά με την εκλογή και εκφέρεται με τους συνδέσμους ἤ ἤ, εἴτε εἴτε, ἐάντε ἐάντε, ἤντε ἤντε («ἢ τέκνον ἢ λέχος ἢ χρέος ἢ θεός»).
Dictionary of Greek. 2013.